- κραταιωθῆναι
- быть укрепленными
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
κραταιωθῆναι — κραταιόομαι aor inf mp κραταιόω strengthen aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)